προαίρεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προαίρεση | οι | προαιρέσεις |
γενική | της | προαίρεσης* | των | προαιρέσεων |
αιτιατική | την | προαίρεση | τις | προαιρέσεις |
κλητική | προαίρεση | προαιρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαιρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαίρεση < αρχαία ελληνική προαίρεσις < προαιρέομαι / προαιροῦμαι < αἱρέω /αἱρῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προαίρεση θηλυκό
- ψυχική τάση, προδιάθεση που οδηγεί σε συγκεκριμένη επιλογή
- ενήργησα με καλή προαίρεση
- (φιλοσοφία) η τάση και πορεία της σκέψης και της βούλησης κάποιου, βάσει των οποίων κρίνει από ηθικής απόψεως τις δικές του και τις αλλότριες πράξεις, κίνητρα, απόψεις κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προαιρούμαι και αἱρέω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- δικαίωμα προαίρεσης: (οικονομία) η δυνατότητα που παρέχεται σε κάποιον να αποδεχθεί ή να απορρίψει, εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων, μια προτεινόμενη συναλλαγή
- ↪Η εταιρεία με τη μεγαλύτερη μετοχική σύνθεση κατείχε το δικαίωμα προαίρεσης σε περίπτωση περαιτέρω αποκρατικοποίησης
- κατά προαίρεση: προαιρετικά