προαίρεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προαίρεση οι προαιρέσεις
      γενική της προαίρεσης* των προαιρέσεων
    αιτιατική την προαίρεση τις προαιρέσεις
     κλητική προαίρεση προαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προαίρεση < αρχαία ελληνική προαίρεσις < προαιρέομαι / προαιροῦμαι < αἱρέω /αἱρῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προαίρεση θηλυκό

  1. ψυχική τάση, προδιάθεση που οδηγεί σε συγκεκριμένη επιλογή
    ενήργησα με καλή προαίρεση
  2. (φιλοσοφία) η τάση και πορεία της σκέψης και της βούλησης κάποιου, βάσει των οποίων κρίνει από ηθικής απόψεως τις δικές του και τις αλλότριες πράξεις, κίνητρα, απόψεις κ.λπ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]