σύσσωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σύσσωμος | η | σύσσωμη | το | σύσσωμο |
γενική | του | σύσσωμου | της | σύσσωμης | του | σύσσωμου |
αιτιατική | τον | σύσσωμο | τη | σύσσωμη | το | σύσσωμο |
κλητική | σύσσωμε | σύσσωμη | σύσσωμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σύσσωμοι | οι | σύσσωμες | τα | σύσσωμα |
γενική | των | σύσσωμων | των | σύσσωμων | των | σύσσωμων |
αιτιατική | τους | σύσσωμους | τις | σύσσωμες | τα | σύσσωμα |
κλητική | σύσσωμοι | σύσσωμες | σύσσωμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύσσωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύσσωμος (ενωμένος σε ένα σώμα) < σύν (σύσ-) + αρχαία ελληνική σῶμ(α) + -ος, μορφολογικά αναλύεται συσ- + -σωμος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsi.so.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύσ‐σω‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]σύσσωμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συσσωμάτωμα
- συσσωματώνω
- συσσωμάτωση
- → και δείτε τις λέξεις συν και σώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σύσσωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύσσωμος < σύν (σύσ-) + αρχαία ελληνική σῶμ(α) + -ος
Επίθετο
[επεξεργασία]σύσσωμος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ενωμένος σε ένα σώμα, μαζί
- ※ εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῦ ἐν τῷ Χριστῷ, διὰ τοῦ εὐαγγελίου (απόστολος Παύλος, ἡ πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή, ΙΙΙ)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συσσώματος
- → και δείτε τη λέξη σῶμα
Πηγές
[επεξεργασία]- σύσσωμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύσσωμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύσ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σωμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)