υπέρθερμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπέρθερμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρθερμος η υπέρθερμη το υπέρθερμο
      γενική του υπέρθερμου της υπέρθερμης του υπέρθερμου
    αιτιατική τον υπέρθερμο την υπέρθερμη το υπέρθερμο
     κλητική υπέρθερμε υπέρθερμη υπέρθερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρθερμοι οι υπέρθερμες τα υπέρθερμα
      γενική των υπέρθερμων των υπέρθερμων των υπέρθερμων
    αιτιατική τους υπέρθερμους τις υπέρθερμες τα υπέρθερμα
     κλητική υπέρθερμοι υπέρθερμες υπέρθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπέρθερμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπέρθερμος < αρχαία ελληνική ὑπέρ + αρχαία ελληνική θερμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈpeɾ.θeɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πέρ‐θερ‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

υπέρθερμος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) πάρα πολύ θερμός
  2. (ιατρική) που πάσχει από υπερθερμία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]