χάβαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάβαρο | τα | χάβαρα |
γενική | του | χάβαρου | των | χάβαρων |
αιτιατική | το | χάβαρο | τα | χάβαρα |
κλητική | χάβαρο | χάβαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάβαρο < αμαρτύρητη μεσαιωνική ελληνική *χαβάριον < μεσαιωνική ελληνική χηβάδα + -άριον (< χημάβα < αρχαία ελληνική χάμα),[1] → δείτε και την ετυμολογία της λέξης αχηβάδα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxa.va.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐βα‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάβαρο ουδέτερο
- (λαϊκό, γαστρονομία):
- (γενικότερα) η αχιβάδα [2]
- (ειδικότερα) κοινή (και εμπορική) ονομασία για διάφορα μικρά εδώδιμα οστρακοφόρα μαλάκια («στρείδια» ή «μύδια», αδιακρίτως στην καθομιλουμένη), όπως η μαρμαροαχιβάδα (Ruditapes decussatus) ή το Modiolus barbatus [3] [4] [5] [6]
- (ιδιωματικό, στον πληθυντικό) χάβαρα: τα θαλασσινά συνολικά [1]
- (μεταφορικά, λαϊκό) βλάκας [3]
- (αργκό) μουνί
- Χάβαρο: πολύ μικρή βραχονησίδα της Ελλάδας (ουσιαστικά σκόπελος) στην περιοχή της Λήμνου [9]
- → δείτε και τη λέξη Χαβαρονήσι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάβαρο
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 317.
- ↑ 2,0 2,1 Ηλίας Πετρόπουλος, Παροιμίες του υποκόσμου [2002] (Αθήνα: Νεφέλη, 2019, ISBN 960-211-657-9), σ. 33.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'χάβαρο'.
- ↑ Βλ. Ελλάδα - Εμπορικές ονομασίες, ec.europa.eu (ιστότοπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής)· πρόσβαση: 2023-10-03.
- ↑ Βλ. Modiolus barbatus - Εμπορικές ονομασίες, ec.europa.eu· πρόσβαση: 2023-10-03.
- ↑ Χάβαρο, Ινστιτούτο Αρχιπέλαγος· πρόσβαση: 2023-10-03.
- ↑ Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
- ↑ «χάβαρο», στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια [1926-1936], τόμ. 24 (Αθήνα, 1956), σ. 384.
- ↑ Χάβαρο, www1.aegean.gr (Πανεπιστήμιο Αιγαίου)· πρόσβαση: 2023-10-03.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)