όπερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όπερα | οι | όπερες |
γενική | της | όπερας | των | (οπερών) |
αιτιατική | την | όπερα | τις | όπερες |
κλητική | όπερα | όπερες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όπερα < (άμεσο δάνειο) ιταλική opera < λατινική opera (έργο), επίσης πληθυντικός αριθμός του opus (έργο)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όπερα θηλυκό
- (μουσική) μουσικοθεατρικό είδος, που συνδυάζει το δράμα, τη θεατρική δράση, με τη μουσική, με το τραγούδι
- ↪ Η όπερα γεννήθηκε στη Φλωρεντία του 16ου αιώνα, από την προσπάθεια μιας παρέας φίλων ουμανιστών να αναβιώσουν το αρχαίο ελληνικό δράμα.
- κάθε συγκεκριμένο έργο του είδους αυτού
- ↪ οι καλλιτέχνες θα ερμηνεύσουν άριες από διάσημες όπερες
- κτίριο που φτιάχτηκε κατάλληλα για να στεγάζει τέτοιου είδους παραστάσεις
- ↪ Η όπερα του Σίδνεϊ είναι έργο του δανού αρχιτέκτονα Jørn Utzon.
- ο φορέας, η διοίκηση, ο θεμός μιας συγκεκριμένης όπερας
- ↪ Έχει εμφανιστεί στις σπουδαιότερες όπερες του κόσμου, στην όπερα του Μιλάνου, στην όπερα Metropolitan της Νέας Υόρκης.
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όπερα
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)