ἀμαλδύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμαλδύνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμαλδύνω επικός τύπος  και ιωνικός τύπος

  1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω, εξασθενίζω
  2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 18 (17-18)
    δὴ τότε μητιόωντο Ποσειδάων καὶ Ἀπόλλων | τεῖχος ἀμαλδῦναι,
    ο Απόλλων και ο Ποσειδών σκεφθήκαν | ν᾽ αφανίσουν το τείχος,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. σπαταλώ, καταξοδεύω
  4. θέτω τέρμα σε κάτι
  5. ταπεινώνω, υποβιβάζω
  6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 202, 60 N., 76 @scaife.perseus
    ἀνοήμονες τῶν ἀπεόντων ὀρέγονται, τὰ δὲ παρεόντα καί〈περ τῶν〉 παρῳχημένων κερδαλεώτερα ἐόντα ἀμαλδύνουσιν.
    Οι ανόητοι λαχταρούν τα περασμένα και παραμελούν τα παρόντα, που είναι πιο ωφέλιμα από αυτά, που προηγήθηκαν.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  7. (μεταφορικά) αποκρύπτω, μεταμφιέζω, εξαλείφω, απαλείφω
  8. (μεταφορικά) αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω, θλίβω, στεναχωρώ
  9. μεσοπαθητική φωνή: καταστρέφω, χαλάω, κατεδαφίζω, καταστρέφομαι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Αριστοφάνης, Εἰρήνη , 380-381
    ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι, | εἰ μὴ τετορήσω ταῦτα καὶ λακήσομαι.
    Μα ο Δίας θα μ᾽ εξοντώσει, αγαπητέ μου, | αν δε φωνάξω, αν δεν το διαλαλήσω.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 463 (461-463)
    τεῖχος ἀναρρήξας τὸ μὲν εἰς ἅλα πᾶν καταχεῦαι, | αὖτις δ᾽ ἠϊόνα μεγάλην ψαμάθοισι καλύψαι, | ὥς κέν τοι μέγα τεῖχος ἀμαλδύνηται Ἀχαιῶν.
    σπάσε, ρίξε στην θάλασσαν εσύ το τείχος όλο | και μ᾽ άμμον πάλι σκέπασε τ᾽ απέραντο ακρογιάλι, | κι εχάθηκε των Αχαιών ευθύς το μέγα τείχος
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ γονῆς, (De genitura), κεφ. 2, @scaife.perseus
    Οἱ δὲ εὐνοῦχοι διὰ ταῦτα οὐ λαγνεύουσιν, ὅτι σφέων ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς· ἔστι γὰρ δι’ αὐτῶν τῶν ὀρχίων ἡ ὁδός·
    ΣτΕ: ο Ιπποκράτης εξηγεί για ποιο λόγο οι ευνούχοι δεν μπορούν να έχουν σεξουαλική επαφή.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]