ἐπήκοος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπήκοος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπήκοος < λείπει η ετυμολογία
Και ουσιαστικοποιημένο.

Επίθετο

[επεξεργασία]
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπήκοος τὸ ἐπήκοον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπηκόου τοῦ ἐπηκόου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπηκό τῷ ἐπηκό
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπήκοον τὸ ἐπήκοον
     κλητική ! ἐπήκοε ἐπήκοον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπήκοοι τὰ ἐπήκο
      γενική τῶν ἐπηκόων τῶν ἐπηκόων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπηκόοις τοῖς ἐπηκόοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπηκόους τὰ ἐπήκο
     κλητική ! ἐπήκοοι ἐπήκο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπηκόω τὼ ἐπηκόω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπηκόοιν τοῖν ἐπηκόοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἐπήκοος, -ος, -ον (δωρικός τύπος : ἐπάκοος)

  1. που ακούει κάποιον με προσοχή
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 732 (731-733)
    ἐπεὶ καθιππάζῃ με πρεσβῦτιν νέος, | δίκης γενέσθαι τῆσδ᾽ ἐπήκοος μένω, | ὡς ἀμφίβουλος οὖσα θυμοῦσθαι πόλει.
    Μ᾽ αφού εσύ νεός ποδοπατείς τα γερατειά μου, | στέκω, ως ν᾽ ακούσω την απόφαση της δίκης, | δίβουλη αν πρέπει να οργιστώ μ᾽ αυτή την πόλη.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 315b
    τοῦτον τὸν χορὸν μάλιστα ἔγωγε ἰδὼν ἥσθην, ὡς καλῶς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ πρόσθεν εἶναι Πρωταγόρου, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ αὐτὸς ἀναστρέφοι καὶ οἱ μετ᾽ ἐκείνου, εὖ πως καὶ ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο οὗτοι οἱ ἐπήκοοι ἔνθεν καὶ ἔνθεν, καὶ ἐν κύκλῳ περιιόντες ἀεὶ εἰς τὸ ὄπισθεν καθίσταντο κάλλιστα.
    Τον χάρηκε πολύ η καρδιά μου αυτό τον όμιλο· πόσο όμορφα πρόσεχαν μήπως καμιά στιγμή βρεθούν μπροστά στον Πρωταγόρα και τον εμποδίσουν. Κάθε φορά που εκείνος και οι διπλανοί του έκαναν μεταβολή, τούτοι οι ακροατές ωραία ωραία και με τάξη ανοίγονταν προς τα δεξιά και τ᾽ αριστερά και βαδίζοντας κυκλικά πάντοτε έπαιρναν θέση πίσω τους αρμονικότατα.
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Μενέξενος (αμφισβητείται), 247d
    ἀλλ᾽ ἰωμένους καὶ πραΰνοντας ἀναμιμνῄσκειν αὐτοὺς ὅτι ὧν ηὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐπήκοοι γεγόνασιν.
    αλλά να πασκίσουμε απεναντίας να τους γιατρεύουμε και να καταπραΰνουμε τον πόνο, θυμίζοντάς τους πως οι θεοί έχουν εισακούσει τις πιο μύχιες ευχές τους.
    Μετάφραση (1951): Νικόλαος Κορκοφίγκας. @greek‑language.gr
  2. που βρίσκεται εντός πεδίου ακοής
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 6.8
    παρῆν δὲ καὶ Σεύθης βουλόμενος εἰδέναι τί πραχθήσεται, καὶ ἐν ἐπηκόῳ εἱστήκει ἔχων ἑρμηνέα·
    Μπροστά βρισκόταν κι ο Σεύθης, γιατί ήθελε να ξέρει τί θα γίνει, και σταμάτησε σε μια θέση απ᾽ όπου μπορούσε να ακούει μαζί με το διερμηνέα του.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 26, 20 Χάρων ἢ Ἐπισκοποῦντες @wikisource
    εἰ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα ἐξ ἐπηκόου ἐμβοήσαιμι αὐτοῖς, οὐκ ἂν οἴει μεγάλα ὠφεληθῆναι τὸν βίον καὶ σωφρονεστέρους ἂν γενέσθαι παρὰ πολύ;
    Αν τους τα φωνάξω αυτά κι άλλα παρόμοια, για να τ᾽ ακούσουν όλοι, δεν νομίζεις ότι η ζωή τους θα ωφεληθεί πολύ και ότι θα γίνουν πολύ πιο συνετοί;
    Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπήκοος οἱ ἐπήκοοι
      γενική τοῦ ἐπηκόου τῶν ἐπηκόων
      δοτική τῷ ἐπηκό τοῖς ἐπηκόοις
    αιτιατική τὸν ἐπήκοον τοὺς ἐπηκόους
     κλητική ! ἐπήκοε ἐπήκοοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπηκόω
γεν-δοτ τοῖν  ἐπηκόοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἐπήκοος, -ου αρσενικό (δωρικός τύπος : ἐπάκοος)

  1. μάρτυρας σε συναλλαγή
  2. απεσταλμένος
    ※  αρχές 2ου πκε αιώνα, Επιγραφή από το νησί της Δήλου. IG XI,4 1065. στ. 12-14, @epigraphy.packhum.org
    ψηφισαμένου δὲ τοῦ δήμου κληροῦν δικασ-
    τ[ὰ]ς τριακοσίους καὶ ἕνα, ὅσους συνεχώρησαν πρὸς
    αὑτοὺς οἱ ἐξ ἀμφοτέρων τῶμ πόλεων ἐπήκοοι,