Ἰούλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ιούλιος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἰούλιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἰούλιος < λατινική Iulius

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἰούλιος αρσενικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἰούλιος < (άμεσο δάνειο) λατινική Iulius (από το όνομα του Ιουλίου Καίσαρα, Gaius Iulius Caesar) προς τιμήν του οποίου μετονομάστηκε ο μήνας Quintilis[1] < παλαιά λατινικά *Iovilios < Iovis / Jove < πρωτοϊταλική *djowe- < *djous (μέρα, ουρανός, Δίας) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyḗws- (ουρανός, ουράνιος θεός)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἰούλιος οἱ Ἰούλιοι
      γενική τοῦ Ἰουλίου τῶν Ἰουλίων
      δοτική τῷ Ἰουλί τοῖς Ἰουλίοις
    αιτιατική τὸν Ἰούλιον τοὺς Ἰουλίους
     κλητική ! Ἰούλιε Ἰούλιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἰουλίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἰουλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ἰούλιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. που σχετίζται με την Ιουλία γενεά
  3. (συνεκδοχικά) Ιούλιος, όνομα μήνα του ρωμαϊκού ημερολογίου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

διαφορετικού ετύμου

Επίθετο

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἰούλιος Ἰουλί τὸ Ἰούλιον
      γενική τοῦ Ἰουλίου τῆς Ἰουλίᾱς τοῦ Ἰουλίου
      δοτική τῷ Ἰουλί τῇ Ἰουλί τῷ Ἰουλί
    αιτιατική τὸν Ἰούλιον τὴν Ἰουλίᾱν τὸ Ἰούλιον
     κλητική ! Ἰούλιε Ἰουλί Ἰούλιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἰούλιοι αἱ Ἰούλιαι τὰ Ἰούλι
      γενική τῶν Ἰουλίων τῶν Ἰουλίων τῶν Ἰουλίων
      δοτική τοῖς Ἰουλίοις ταῖς Ἰουλίαις τοῖς Ἰουλίοις
    αιτιατική τοὺς Ἰουλίους τὰς Ἰουλίᾱς τὰ Ἰούλι
     κλητική ! Ἰούλιοι Ἰούλιαι Ἰούλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἰουλίω τὼ Ἰουλί τὼ Ἰουλίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἰουλίοιν τοῖν Ἰουλίαιν τοῖν Ἰουλίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ἰούλιος, -α, -ον

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)