Mensch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Mensch | die | Menschen |
γενική | des | Menschen | der | Menschen |
δοτική | dem | Menschen | den | Menschen |
αιτιατική | den | Menschen | die | Menschen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Mensch < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική mensch(e) < παλαιά άνω γερμανική mennisco < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου mennisc (ανθρώπινος) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mensch (de) αρσενικό
- ο άνθρωπος, ως είδος του ζωικού βασιλείου
- Schimpansen sind die nächsten lebenden Verwandten des Menschen.
- Οι χιμπατζήδες είναι οι στενότεροι εν ζωή συγγενείς του ανθρώπου.
- Schimpansen sind die nächsten lebenden Verwandten des Menschen.
- το άτομο, ένας άνθρωπος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Gefühlsmensch
- Höhlenmensch
- menschähnlich
- Menschenaffe
- Menschenfeind
- Menschenhandel
- Menschenkunde
- Menschenrechte
- Menschenverstand
- Menschlichkeit
- Nachtmensch
- Schneemensch
- Übermensch
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
Mensch (de)
- άσε! άει στο καλό!
[επεξεργασία]
- ↑ Mensch - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Επιφωνήματα (γερμανικά)