Mensch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Mensch | die Menschen |
γενική | des Menschen | der Menschen |
δοτική | dem Menschen | den Menschen |
αιτιατική | den Menschen | die Menschen |
Mensch (de) αρσενικό
- ο άνθρωπος, το άτομο
- das Geschäft ist voll von Menschen - το κατάστημα είναι γεμάτο ανθρώπους / κόσμο
Επιφώνημα[επεξεργασία]
Mensch (de)
- άσε! άει στο καλό!