φωτοσύνθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοσύνθεση | οι | φωτοσυνθέσεις |
γενική | της | φωτοσύνθεσης* | των | φωτοσυνθέσεων |
αιτιατική | τη | φωτοσύνθεση | τις | φωτοσυνθέσεις |
κλητική | φωτοσύνθεση | φωτοσυνθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτοσυνθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτοσύνθεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρhotosynthese < αρχαία ελληνική φάος / φῶς + σύνθεσις
- για την τεχνική εκτύπωσης < φωτο- + σύνθεση < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική photocomposition
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτοσύνθεση θηλυκό
- (βιολογία, βοτανική) βιοχημικές αντιδράσεις χάρη στις οποίες τα πράσινα φυτά μετατρέπουν την ενέργεια του φωτός σε χημική ενέργεια υπό τη μορφή σακχάρων (μόρια που αποθηκεύουν την ενέργεια). Αυτά συντίθενται από το διοξείδιο του άνθρακα και το οξυγόνο.
- ↪ χάρη στη φωτοσύνθεση, τα φυτά παίρνουν αρκετή ενέργεια, για να μεγαλώσουν
- ↪ υπάρχουν πολλοί τύποι βακτηριακών φωτοσυνθέσεων
- (εκτύπωση, προφορικό συνηθισμένη ονομασία για τη φωτοστοιχειοθεσία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- φωτοσυνθετικός
- φωτοσυνθέτω
- → δείτε τις λέξεις φως και συνθέτω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτική διαδικασία
|
φωτοστοιχειοθεσία
→ δείτε τη λέξη φωτοστοιχειοθεσία |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φωτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Εκτύπωση (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)