μηχανή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Syum90 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 3501214 του 94.71.110.110 (Συζήτηση)
Γραμμή 293: Γραμμή 293:
# πολεμική ή θεατρική μηχανή
# πολεμική ή θεατρική μηχανή
# πανούργο σχέδιο ή τέχνασμα, δόλος
# πανούργο σχέδιο ή τέχνασμα, δόλος

===={{μορφές}}====
* {{δωρ}}: [[μαχανά]]


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 17:49, 12 Ιουλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανή οι μηχανές
      γενική της μηχανής των μηχανών
    αιτιατική τη μηχανή τις μηχανές
     κλητική μηχανή μηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανή < αρχαία ελληνική μηχανή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

μηχανή θηλυκό

  1. Πρότυπο:μηχανολ: κατασκευή με κινητά μέρη που επιτελεί μια συγκεκριμένη εργασία, αυξάνοντας ή αντικαθιστώντας τη μυική δύναμη του ανθρώπου ή των ζώων. Συνήθως, μετατρέπει μια μορφή ενέργειας (π.χ. ηλιακή) σε μια άλλη πιο αποδοτική για ένα έργο (π.χ. κινητική)
     συνώνυμα: μηχάνημα
  2. ο κινητήρας ενός οχήματος
  3. (συνεκδοχικά) το πρώτο βαγόνι όπου βρίσκεται ο μηχανισμός και που έλκει μια αμαξοστοιχία
  4. δίκυκλο όχημα με κινητήρα μεγαλύτερου κυβισμού από 50cc
     συνώνυμα: μοτοσικλέτα
  5. (μεταφορικά) οι υπηρεσίες, τα μέσα και οι ομάδες άνθρωπων που λειτουργούν συνολικά και συντονισμένα
    κρατική μηχανή
  6. κάθε μηχανικό μέσο που χρησιμοποιύνταν στο αρχαίο θέατρο, προκειμένου να είναι πιο ρεαλιστική η παράσταση
  7. το πονηρό σχέδιο που καταστρώνεται με σκοπό την εξαπάτηση κάποιου
     συνώνυμα: κόλπο, τέχνασμα

Εκφράσεις

  • από μηχανής θεός : για πρόσωπο που δίνει λύση ή βοήθεια απροσδόκητα

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'τιμή'

Ετυμολογία

μηχανή < ...

Ουσιαστικό

μηχανή θηλυκό

  1. μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν για την ανύψωση βαρών
  2. πολεμική ή θεατρική μηχανή
  3. πανούργο σχέδιο ή τέχνασμα, δόλος

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

  • πάσῃ μηχανῇ : με κάθε τρόπο