μαλακία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:803D:C400:E599:69CD:8F42:375E (συζήτηση) επιστροφή στην προη... |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
* [[ηλιθιότητα]] |
* [[ηλιθιότητα]] |
||
* [[κουταμάρα]] |
* [[κουταμάρα]] |
||
===={{εκφράσεις|el}}==== |
|||
* '''η μαλ.ακία πάει σύννεφο''' |
|||
* '''έλιωσα στη μαλα.κία''' |
|||
===={{ρητά|el}}==== |
|||
* '''την μαλ.ακία πολύ αγάπησαν, τον μα.λάκα ουδείς''' |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 16:24, 18 Νοεμβρίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαλακία < μεσαιωνική ελληνική μαλακία
Ουσιαστικό
μαλακία θηλυκό
- ο αυνανισμός
- η αποχαύνωση από αυνανισμό
- η ηλίθια ή ανούσια πράξη
- (συνήθως στον πληθυντικό) ο ανούσιος, βλακώδης λόγος
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- η μαλ.ακία πάει σύννεφο
- έλιωσα στη μαλα.κία
Πρότυπο:ρητά
- την μαλ.ακία πολύ αγάπησαν, τον μα.λάκα ουδείς
Μεταφράσεις
αυνανισμός ή αποχαύνωση από αυνανισμό
→ δείτε τη λέξη αυνανισμός |
ανούσιος ή βλακώδης λόγος ή πράξη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μαλακία < αρχαία ελληνική μαλακία
Ουσιαστικό
μαλακία θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μαλακίᾱ | αἱ | μαλακίαι |
γενική | τῆς | μαλακίᾱς | τῶν | μαλακιῶν |
δοτική | τῇ | μαλακίᾳ | ταῖς | μαλακίαις |
αιτιατική | τὴν | μαλακίᾱν | τὰς | μαλακίᾱς |
κλητική ὦ! | μαλακίᾱ | μαλακίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαλακίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαλακίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μαλακία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)