μαλακία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:803D:C400:E599:69CD:8F42:375E (συζήτηση) επιστροφή στην προη...
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
* [[ηλιθιότητα]]
* [[ηλιθιότητα]]
* [[κουταμάρα]]
* [[κουταμάρα]]

===={{εκφράσεις|el}}====
* '''η μαλ.ακία πάει σύννεφο'''
* '''έλιωσα στη μαλα.κία'''

===={{ρητά|el}}====
* '''την μαλ.ακία πολύ αγάπησαν, τον μα.λάκα ουδείς'''



===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 16:24, 18 Νοεμβρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

μαλακία < μεσαιωνική ελληνική μαλακία

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. ο αυνανισμός
  2. η αποχαύνωση από αυνανισμό
  3. η ηλίθια ή ανούσια πράξη
  4. (συνήθως στον πληθυντικό) ο ανούσιος, βλακώδης λόγος

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • η μαλ.ακία πάει σύννεφο
  • έλιωσα στη μαλα.κία

Πρότυπο:ρητά

  • την μαλ.ακία πολύ αγάπησαν, τον μα.λάκα ουδείς


Μεταφράσεις


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μαλακία < αρχαία ελληνική μαλακία

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. αδυναμία, αρρώστια, εξασθένιση
  2. αυνανισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαλακί αἱ μαλακίαι
      γενική τῆς μαλακίᾱς τῶν μαλακιῶν
      δοτική τῇ μαλακί ταῖς μαλακίαις
    αιτιατική τὴν μαλακίᾱν τὰς μαλακίᾱς
     κλητική ! μαλακί μαλακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαλακί
γεν-δοτ τοῖν  μαλακίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλακία < μαλακός + -ία

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. μαλακότητα, τρυφερότητα
  2. αδυναμία, ατονία
  3. μαλθακότητα, εκθήλυνση, θηλυπρέπεια