κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλίσ ετυ συγγ
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 73: Γραμμή 73:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < ίσως από το [[κύων]]
'''{{PAGENAME}}'''


==={{ουσιαστικό|grc}}===
==={{ουσιαστικό|grc}}===

Αναθεώρηση της 22:40, 15 Ιουνίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίνδυνος οι κίνδυνοι
      γενική του κινδύνου
κίνδυνου
των κινδύνων
    αιτιατική τον κίνδυνο τους κινδύνους
     κλητική κίνδυνε κίνδυνοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < αρχαία ελληνική κίνδυνος

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  • οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κίνδυνος

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  1. κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση

Συγγενικά