Κυριακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυριακή | οι | Κυριακές |
γενική | της | Κυριακής | των | Κυριακών |
αιτιατική | την | Κυριακή | τις | Κυριακές |
κλητική | Κυριακή | Κυριακές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κυριακή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Κυριακή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κυριακός, ως ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο (δηλ. στον Θεό)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciɾ.ʝaˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐ρια‐κή
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κυριακή θηλυκό
- η πρώτη (ή, κατ' άλλους, η τελευταία) ημέρα της εβδομάδας, μετά το Σάββατο και πριν την Δευτέρα
- ⮡ Κάθε Κυριακή πρωί, πηγαίναμε στην εκκλησία.
- γυναικείο όνομα
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημέρα της εβδομάδας
|
Μεταγραφές
[επεξεργασία]γυναικείο όνομα:
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μέρες της εβδομάδας (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)