έρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έρμα | τα | έρματα |
γενική | του | έρματος | των | ερμάτων |
αιτιατική | το | έρμα | τα | έρματα |
κλητική | έρμα | έρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈeɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έρ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έρμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, αεροπλοΐα) το βάρος που προστίθεται στο κύτος ενός πλοίου ή σκάφους για να αυξάνεται η ευστάθεια και η ισορροπία, ή στη λέμβο (το «καλάθι») αεροστάτου, για να ρυθμίζεται η ανύψωση· η σαβούρα
- (σιδηρόδρομοι) το ανυψωμένο υπόστρωμα χαλικιών μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι στρωτήρες
- (μεταφορικά) οι (ηθικές) αρχές που κατευθύνουν τη συμπεριφορά ή τη δράση κάποιου
- ※ σε οποιαδήποτε περίπτωση αυτό που μας ταλανίζει είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ηθικό έρμα, εφημερίδα Τα Νέα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έρμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
έρμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έρμος
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)