αμείλικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμείλικτος < αρχαία ελληνική ἀμείλικτος < ἀ- στερητικό + μειλίσσω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμείλικτος, -η, -ο
- σκληρός, με αδυσώπητο ύφος (ύφος που δεν αλλάζει σε μειλίχιο, χωρίς έλεος)
- αμείλικτη κριτική, η αμείλικτη εκδίκηση, ο αμείλικτος πόλεμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμείλικτος