διάχυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάχυση οι διαχύσεις
      γενική της διάχυσης* των διαχύσεων
    αιτιατική τη διάχυση τις διαχύσεις
     κλητική διάχυση διαχύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαχύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάχυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάχυσις < διαχέω < διά- διά + χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική diffusion) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði̯a.çi.si/ & /ˈðʝa.çi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐χυ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάχυση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις διά, χύνω και χέω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]