δωρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δωρικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωρικός η δωρική το δωρικό
      γενική του δωρικού της δωρικής του δωρικού
    αιτιατική τον δωρικό τη δωρική το δωρικό
     κλητική δωρικέ δωρική δωρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωρικοί οι δωρικές τα δωρικά
      γενική των δωρικών των δωρικών των δωρικών
    αιτιατική τους δωρικούς τις δωρικές τα δωρικά
     κλητική δωρικοί δωρικές δωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δωρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Δωρικός < Δωρι(εύς) + -ικός
(αρχιτεκτονικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ordre dorique & γερμανική dorischer Stil[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðo.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δω‐ρι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

δωρικός -ή -ό

  1. σχετικός με τους Δωριείς
  2. (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) που αναφέρεται στον δωρικό ρυθμό
    δωρικό κιονόκρανο
  3. (μεταφορικά) λιτός, σοβαρός και επιβλητικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]