κάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κάμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐μα

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμα οι κάμες
      γενική της κάμας
    αιτιατική την κάμα τις κάμες
     κλητική κάμα κάμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κάμα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قامه‎ (τουρκική kama)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάμα τα κάματα
      γενική του κάματος των καμάτων
    αιτιατική το κάμα τα κάματα
     κλητική κάμα κάματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμαν < καῦμα με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποιήση [mm] > [m] < αρχαία ελληνική καῦμα < καίω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμα ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]