κράση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κράση | οι | κράσεις |
γενική | της | κράσης* | των | κράσεων |
αιτιατική | την | κράση | τις | κράσεις |
κλητική | κράση | κράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κράση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρᾶ(σις)) (ανάμειξη, ανακάτεμα όπως κρασιού με νερό) + -ση → δείτε και τη λέξη κράμα
- για τον όρο της γραμματικής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κρᾶσις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐ση
- τονικό παρώνυμο: κρασί
παραδείγματα κράσης αρχαία ελληνικά:
νέα ελληνικά, παλιότερες γραφές:
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κράση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα της ανάμειξης υγρών ή λιωμένων μετάλλων
- (γραμματική) συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης λέξης
- η ιδιαίτερη φυσική κατάσταση του οργανισμού κάθε ανθρώπου
- ⮡ έχει πολύ γερή κράση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγκρίνετε με τα γραμματικά φαινόμενα:
εγκυκλοπαιδικά λήμματα:
- crasis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσική κατάσταση ανθρώπου
Πηγές
[επεξεργασία]- κράση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)