μητραλοίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μητραλοίας οι μητραλοίες
      γενική του μητραλοία των μητραλοιών
    αιτιατική τον μητραλοία τους μητραλοίες
     κλητική μητραλοία μητραλοίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μητραλοίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητραλοίας < μητρ- + ἀλοι- ἀλοιάω + -ας. Για το δεύτερο συνθετικό → δείτε τις λέξεις αλώνι και άλως.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.tɾaˈli.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐τρα‐λοί‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μητραλοίας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μητραλοίας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητραλοίας < μητρ- + ἀλοι- ἀλοιάω + -ας. Για το δεύτερο συνθετικό → δείτε τη λέξη ἀλώνιν.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μητραλοίας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μητραλοίᾱς οἱ μητραλοῖαι
      γενική τοῦ μητραλοίου τῶν μητραλοιῶν
      δοτική τῷ μητραλοί τοῖς μητραλοίαις
    αιτιατική τὸν μητραλοίᾱν τοὺς μητραλοίᾱς
     κλητική ! μητραλοί μητραλοῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μητραλοί
γεν-δοτ τοῖν  μητραλοίαιν
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μητραλοίας < (μήτηρ) μητρ- + ἀλοι- (< ἀλοιάω, επικός τύποςτου ἀλοάω (χτυπώ) → δείτε και τις λέξεις ἀλέω, ἅλως και ἀλωή) + -ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μητραλοίας, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μήτηρ και ἀλωή

Πηγές[επεξεργασία]