παρθενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρθενικός < ελληνιστική κοινή παρθενικός[1] [2] < αρχαία ελληνική παρθένος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική virginal[1] [2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική virgin[1] [2])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /par.θe.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐θε‐νι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
παρθενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με παρθένο / παρθένα, ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σ’ αυτή
- (κατ’ επέκταση) που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά
- (μεταφορικά) αγνός, αμόλυντος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρθενικότητα
- → δείτε τη λέξη παρθένος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 1,2 παρθενικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 2,0 2,1 2,2 παρθενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)