ποδόσφαιρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδόσφαιρο τα ποδόσφαιρα
      γενική του ποδόσφαιρου των ποδόσφαιρων
    αιτιατική το ποδόσφαιρο τα ποδόσφαιρα
     κλητική ποδόσφαιρο ποδόσφαιρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μικρά παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδόσφαιρο < μαρτυρείται από το 1895 στην καθαρεύουσα (ποδόσφαιρον)[1] < (πόδι) ποδό- + σφαίρ(α) + -ο, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική football) [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈðo.sfe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐δό‐σφαι‐ρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποδόσφαιρο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

παρωχημένα:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 819, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ποδόσφαιρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  • ποδόσφαιροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)