ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
# που είναι [[άρρωστος]]
# που είναι [[άρρωστος]]
#: ''οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα '''ασθενή''' φυτά''
#: ''οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα '''ασθενή''' φυτά''
#:: {{αντων}} [[υγιής]]
# ο [[ασθενικός]], ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] ([[σθένος]])
# ο [[ασθενικός]], ο [[αδύναμος]], που δεν έχει [[δύναμη]] ([[σθένος]])
#: ''ο πομπός εξέπεμπε ένα '''ασθενές''' σήμα
#: ''ο πομπός εξέπεμπε ένα '''ασθενές''' σήμα
#: ''το '''ασθενές''' φύλο''
#: ''το '''ασθενές''' φύλο''
#:: {{αντων}} [[ισχυρός]], [[σθεναρός]]
# για μία από τις τέσσερις κύριες [[δύναμη|δυνάμεις]] ή [[αλληλεπίδραση|αλληλεπιδράσεις]] σε υποατομικό επίπεδο
# για μία από τις τέσσερις κύριες [[δύναμη|δυνάμεις]] ή [[αλληλεπίδραση|αλληλεπιδράσεις]] σε υποατομικό επίπεδο
#: [[:w:ασθενής αλληλεπίδραση|ασθενής αλληλεπίδραση]]
#: [[:w:ασθενής αλληλεπίδραση|ασθενής αλληλεπίδραση]]


===={{αντώνυμα}}====
* (1) [[υγιής]]
* (2) [[ισχυρός]]
* (2) [[σθεναρός]]


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
Γραμμή 43: Γραμμή 41:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|malade}}
* {{fr}} : {{τ|fr|malade}}
* {{fro}} : {{τ|fro|enferm|nowiki=1}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 13:27, 14 Μαΐου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενής η ασθενής το ασθενές
      γενική του ασθενούς* της ασθενούς του ασθενούς
    αιτιατική τον ασθενή την ασθενή το ασθενές
     κλητική ασθενή(ς) ασθενής ασθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενείς οι ασθενείς τα ασθενή
      γενική των ασθενών των ασθενών των ασθενών
    αιτιατική τους ασθενείς τις ασθενείς τα ασθενή
     κλητική ασθενείς ασθενείς ασθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο συγκριτικός: αθενέστερος, υπερθετικός: -

  1. που είναι άρρωστος
    οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά
     αντώνυμα: υγιής
  2. ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
    ο πομπός εξέπεμπε ένα ασθενές σήμα
    το ασθενές φύλο
     αντώνυμα: ισχυρός, σθεναρός
  3. για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
    ασθενής αλληλεπίδραση


Ουσιαστικό

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ασθενησ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ασθενήσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ασθενής'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ασθενησ».