εισαγωγή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
|||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|i.sa.ɣɔ.ˈʝi|γλ=el}} |
{{ΔΦΑ|i.sa.ɣɔ.ˈʝi|γλ=el}} |
||
ξηηκξ.κξ |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 15:43, 24 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εισαγωγή < αρχαία ελληνική εἰσαγωγή < εἰσάγω < εἰς + ἄγω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
ξηηκξ.κξ
Ουσιαστικό
εισαγωγή θηλυκό
- η τοποθέτηση κάποιου πράγματος μέσα σε κάτι άλλο
- η προσθήκη
- Στο Βικιλεξικό η εισαγωγή αρίθμησης γίνεται με το σύμβολο #
- Πρότυπο:οικον: η είσοδος αγαθών από ξένη χώρα
- Πρότυπο:ιατρ: η είσοδος ασθενούς σε κλειστή περίθαλψη
- η διδασκαλία των βασικών αρχών μιας επιστήμης καθώς και το αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο
- η εισαγωγή στην κοινωνιολογία διδάσκεται στο πρώτο εξάμηνο της σχολής
- (για βιβλία) σύντομο κείμενο πριν το κύριο μέρος
- η ένταξη σε πανεπιστήμιο ή άλλο ανώτατο ίδρυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)