παζάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎{{βλέπε}}: + τραγουδιστής
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
* '''τι γυρεύει η [[αλεπού]] στο παζάρι;'''
* '''τι γυρεύει η [[αλεπού]] στο παζάρι;'''
* '''πήγε κι ο [[Εβραίος]] στο παζάρι κι ήταν ημέρα [[Σάββατο]]'''
* '''πήγε κι ο [[Εβραίος]] στο παζάρι κι ήταν ημέρα [[Σάββατο]]'''
* [[παζάρ παζάρ]] [[κυριακάτικα]] (''έκπληξη ή δυσαρέσκεια'')
* [[παζάρ παζάρ]]: [[κυριακάτικα]] (''έκπληξη ή δυσαρέσκεια'')


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====

Αναθεώρηση της 18:02, 11 Ιουνίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παζάρι τα παζάρια
      γενική του παζαριού των παζαριών
    αιτιατική το παζάρι τα παζάρια
     κλητική παζάρι παζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παζάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παζάρι > παζάριον < οθωμανική τουρκική ? (τουρκική pazar)[1] < περσική بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ζά‐ρι

Ουσιαστικό

παζάρι ουδέτερο

  1. η υπαίθρια αγορά
    ※  Ἐκεῖνοι μᾶς μέρασαν, κι' ὁ καθένας μας πουλήθηκε στὸ παζάρι σκλάβος ἀλευτέρωτος σ' ἄλλους ἀνθρώπους. (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ο ξενιτεμένος)
  2. η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
    στην Ανατολή σχεδόν επιβάλλονται τα παζάρια
     συνώνυμα: παζάρεμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Δείτε επίσης

  • όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι (τίτλος τραγουδιού με τίτλο «το κοκοράκι», τραγουδιστής Νίκος Γούναρης το 1949/50)
    • Il Pulcino Pio στην αγγλική Βικιπαίδεια 
    • video Οι King's Singers τραγουδούν «το κοκοράκι», to 2017, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Μεταφράσεις

Αναφορές