βράχυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βράχυνση | οι | βραχύνσεις |
γενική | της | βράχυνσης* | των | βραχύνσεων |
αιτιατική | τη | βράχυνση | τις | βραχύνσεις |
κλητική | βράχυνση | βραχύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βραχύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βράχυνση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βράχυνσις < αρχαία ελληνική βραχύνω < βραχύς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvɾa.çin.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρά‐χυν‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βράχυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βραχύνω
- το να κάνω κάτι βραχύ ή βραχύτερο
- (γραμματική) η τροπή σε βραχύχρονη μια μακρόχρονη συλλαβής
- (στρατιωτικός όρος) η μείωση του βεληνεκούς βολής
- η μείωση της έκτασης του τροχασμού ενός αλόγου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βράχυνση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)