καρτερόψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρτερόψυχος η καρτερόψυχη το καρτερόψυχο
      γενική του καρτερόψυχου της καρτερόψυχης του καρτερόψυχου
    αιτιατική τον καρτερόψυχο την καρτερόψυχη το καρτερόψυχο
     κλητική καρτερόψυχε καρτερόψυχη καρτερόψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρτερόψυχοι οι καρτερόψυχες τα καρτερόψυχα
      γενική των καρτερόψυχων των καρτερόψυχων των καρτερόψυχων
    αιτιατική τους καρτερόψυχους τις καρτερόψυχες τα καρτερόψυχα
     κλητική καρτερόψυχοι καρτερόψυχες καρτερόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρτερόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρτερόψυχος[1] < καρτερ(ός) (< κάρτος) + -ό- + -ψυχος (ψυχή)

Επίθετο

[επεξεργασία]

καρτερόψυχος, -η, -ο

  1. (λόγιο) γενναιόψυχος
  2. (λόγιο) ανδρείος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
καρτεροψῡχο-
ονομαστική / καρτερόψυχος τὸ καρτερόψυχον
      γενική τοῦ/τῆς καρτεροψύχου τοῦ καρτεροψύχου
      δοτική τῷ/τῇ καρτεροψύχ τῷ καρτεροψύχ
    αιτιατική τὸν/τὴν καρτερόψυχον τὸ καρτερόψυχον
     κλητική ! καρτερόψυχε καρτερόψυχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καρτερόψυχοι τὰ καρτερόψυχ
      γενική τῶν καρτεροψύχων τῶν καρτεροψύχων
      δοτική τοῖς/ταῖς καρτεροψύχοις τοῖς καρτεροψύχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς καρτεροψύχους τὰ καρτερόψυχ
     κλητική ! καρτερόψυχοι καρτερόψυχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καρτεροψύχω τὼ καρτεροψύχω
      γεν-δοτ τοῖν καρτεροψύχοιν τοῖν καρτεροψύχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρτερόψυχος, λέξη του 4ου αιώνα < αρχαία ελληνική καρτερ(ός) (< κάρτος) + -ό- + -ψυχος

Επίθετο

[επεξεργασία]

καρτερόψυχος,

Συγγενικά

[επεξεργασία]