κερδαλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κερδαλέος κερδαλέ τὸ κερδαλέον
      γενική τοῦ κερδαλέου τῆς κερδαλέᾱς τοῦ κερδαλέου
      δοτική τῷ κερδαλέ τῇ κερδαλέ τῷ κερδαλέ
    αιτιατική τὸν κερδαλέον τὴν κερδαλέᾱν τὸ κερδαλέον
     κλητική ! κερδαλέε κερδαλέ κερδαλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κερδαλέοι αἱ κερδαλέαι τὰ κερδαλέ
      γενική τῶν κερδαλέων τῶν κερδαλέων τῶν κερδαλέων
      δοτική τοῖς κερδαλέοις ταῖς κερδαλέαις τοῖς κερδαλέοις
    αιτιατική τοὺς κερδαλέους τὰς κερδαλέᾱς τὰ κερδαλέ
     κλητική ! κερδαλέοι κερδαλέαι κερδαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κερδαλέω τὼ κερδαλέ τὼ κερδαλέω
      γεν-δοτ τοῖν κερδαλέοιν τοῖν κερδαλέαιν τοῖν κερδαλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερδαλέος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

κερδαλέος,-α, -ον, συγκριτικός:κερδαλεώτερος, υπερθετικός: κερδαλεώτατος

  1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, ευφυής
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Πολιτεία, 365c
    πρόθυρα μὲν καὶ σχῆμα κύκλῳ περὶ ἐμαυτὸν σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον, τὴν δὲ τοῦ σοφωτάτου Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν κερδαλέαν καὶ ποικίλην.
    θα περιβληθώ λοιπόν ολόγυρά μου μ᾽ όλα τα προσχήματα και τη σκιαγραφία της αρετής και θα σέρνω ξοπίσω μου την πονηρή εκείνη και τετραπέρατη αλεπού, που λέει κι ο σοφότατος Αρχίλοχος.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα) επικερδής, ωφέλιμος
    ※  5ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 593-595
    τὰ μέταλλ᾽ αὐτοῖς μαντευομένοις οὗτοι δώσουσι τὰ χρηστά, | τάς τ᾽ ἐμπορίας τὰς κερδαλέας πρὸς τὸν μάντιν κατεροῦσιν, | ὥστ᾽ ἀπολεῖται τῶν ναυκλήρων οὐδείς.
    Θα ρωτούνε πουλιά μαντικά, να τους λεν πού θα βρούνε καλά μεταλλεία· | και για εμπόρια που κέρδη να δώσουν μπορούν τα πουλιά θα μιλούνε στο μάντη· | και κανείς ναυτικός δε θα χάνεται πια.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
  3. (βιολογία) (το θηλυκό ως ουσιαστικό κερδαλέη ή κερδαλῆ) αλεπού, δέρμα της αλεπούς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τὸ κερδαλέον: το κέρδος
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Πολιτεία, 336c-336d
    καὶ ὅπως μοι μὴ ἐρεῖς ὅτι τὸ δέον ἐστὶν μηδ᾽ ὅτι τὸ ὠφέλιμον μηδ᾽ ὅτι τὸ λυσιτελοῦν μηδ᾽ ὅτι τὸ κερδαλέον μηδ᾽ ὅτι τὸ συμφέρον, ἀλλὰ σαφῶς μοι καὶ ἀκριβῶς λέγε ὅτι ἂν λέγῃς·
    πρόσεχε όμως να μη μου απαντήσεις πως είναι εκείνο, που ταιριάζει, εκείνο που ωφελεί, ή εκείνο που φέρνει κέρδος, ή εκείνο που συμφέρει, αλλά να μου λες καθαρά και ξάστερα ό,τι έχεις να πεις·
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]