κερδαλεόφρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κερδαλεόφρων & κερδαλεόφρονας |
η | κερδαλεόφρων | το | κερδαλεόφρον |
γενική | του | κερδαλεόφρονος & κερδαλεόφρονα |
της | κερδαλεόφρονος | του | κερδαλεόφρονος |
αιτιατική | τον | κερδαλεόφρονα | την | κερδαλεόφρονα | το | κερδαλεόφρον |
κλητική | κερδαλεόφρων & κερδαλεόφρονα |
κερδαλεόφρων | κερδαλεόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κερδαλεόφρονες | οι | κερδαλεόφρονες | τα | κερδαλεόφρονα |
γενική | των | κερδαλεοφρόνων | των | κερδαλεοφρόνων | των | κερδαλεοφρόνων |
αιτιατική | τους | κερδαλεόφρονες | τις | κερδαλεόφρονες | τα | κερδαλεόφρονα |
κλητική | κερδαλεόφρονες | κερδαλεόφρονες | κερδαλεόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κερδαλεόφρων < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κερδαλεόφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κερδαλεόφρων < κερδαλέ(ος) + -ο- + -φρων
Επίθετο[επεξεργασία]
κερδαλεόφρων, -ων, -ον
- άπληστος
- ※ Εννοείς τό δικό σου πνεῦμα, τό κερδαλεόφρον. Εἶσαι ἀηδιαστικός! (Μ. Καραγάτσης, 1956, Ο κίτρινος φάκελος)
- ※ Ο Καμπανέλλης, όμως, προχωρεί βαθύτερα. Διαπιστώνει πως η αχορτασία και η αδηφαγία, το κερδαλεόφρον πνεύμα δημιούργησαν ένα μείζον αδιέξοδο. (Εφημερίδα Τα Νέα, 15/02/2003 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερδαλεόφρων
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κερδαλεόφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κερδαλεόφρων
Επίθετο[επεξεργασία]
κερδαλεόφρων -ων, -ον (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κερδαλεόφρων)
- (λόγιο) κερδαλεόφρων, άπληστος
- ※ 12ος αιώνας Ισαάκιος Άγγελος, Χρονική Διήγησις, β, 2
- ἐνεδόθη δέ οἱ προσλαμβάνεσθαι ἀνεπεγκλήτως ὁπόσοι τῶν Τούρκων κερδαλεόφρονες κἀπὶ τῷ γωρυτῷ καὶ τῷ τόξῳ τὴν πεποίθησιν ἔχοντες Ῥωμαίους λῃστεύουσιν
- ※ 12ος αιώνας Ισαάκιος Άγγελος, Χρονική Διήγησις, β, 2
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κερδαλεόφρων < κερδαλέ(ος) + -ο- + -φρων (φρήν) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
κερδαλεόφρων, -ων, -ον
- κερδαλεόφρων, άπληστος, αισχροκερδής
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 149
- Ὤ μοι, ἀναιδείην ἐπιειμένε κερδαλεόφρον
- Ωιμένα πανουργότατε, μ᾽ αναίδειαν ενδυμένε
- (μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά, έκδοση 2015, πρώτη έκδοση 1922 [2])
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 339
- καὶ σὺ κακοῖσι δόλοισι κεκασμένε κερδαλεόφρον τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε, μίμνετε δ᾽ ἄλλους;
- και συ, που στα σοφίσματα εξέχεις και στους δόλους, τι κρύβεσθε, τι μένετε μακράν ως να ᾽λθουν άλλοι;
- (μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά, έκδοση 2015, πρώτη έκδοση 1922 [3])
- πονηρός
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κερδαλεόφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κερδαλεόφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φρων (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φρων (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'σώφρων' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'σώφρων' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ἔμφρων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)