κολούων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κολούων κολούουσ τὸ κολοῦον
      γενική τοῦ κολούοντος τῆς κολουούσης τοῦ κολούοντος
      δοτική τῷ κολούοντ τῇ κολουούσ τῷ κολούοντ
    αιτιατική τὸν κολούοντ τὴν κολούουσᾰν τὸ κολοῦον
     κλητική ! κολούων κολούουσ κολοῦον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κολούοντες αἱ κολούουσαι τὰ κολούοντ
      γενική τῶν κολουόντων τῶν κολουουσῶν τῶν κολουόντων
      δοτική τοῖς κολούουσῐ(ν) ταῖς κολουούσαις τοῖς κολούουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς κολούοντᾰς τὰς κολουούσᾱς τὰ κολούοντ
     κλητική ! κολούοντες κολούουσαι κολούοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κολούοντε τὼ κολουούσ τὼ κολούοντε
      γεν-δοτ τοῖν κολουόντοιν τοῖν κολουούσαιν τοῖν κολουόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

κολούων, -ουσα, -ον

  1. (με τη σημασία) αποκόπτω, κονταίνω, κολοβώνω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92ζ.2
    καὶ ἐκόλουε αἰεὶ ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα, κολούων δὲ ἔρριπτε, ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτῳ.
    έτσι κι έβλεπε κάποιο στάχυ να υψώνεται πάνω απ᾽ τ᾽ άλλα, το τσάκιζε και τσακίζοντας το τό έριχνε καταγής, συνεχώς· στο τέλος μ᾽ αυτό τον τρόπο τα πιο καμαρωτά και τα πιο ψηλά στάχυα τα ρήμαξε.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (με τη σημασία) (μεταφορικά) (για ανθρώπους) ταπεινώνω, μειώνω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 5, 731a @scaife.perseus
    φιλονικείτω δὲ ἡμῖν πᾶς πρὸς ἀρετὴν ἀφθόνως. ὁ μὲν γὰρ τοιοῦτος τὰς πόλεις αὔξει, ἁμιλλώμενος μὲν αὐτός, τοὺς ἄλλους δὲ οὐ κολούων διαβολαῖς·
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 29.2
    ὅλως διετέλει κολούων, ὡς μηδὲ τοῖς ὀνόμασι γνησίους, ἀλλ᾽ ὀθνείους καὶ ξένους, ὅτι τῶν Κίμωνος υἱῶν τῷ μὲν ἦν Λακεδαιμόνιος ὄνομα, τῷ δὲ Θεσσαλός, τῷ δ᾽ Ἠλεῖος.
    Γενικά προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ταπεινώσει τους γιους του Κίμωνα, γιατί, όπως έλεγε, και τα ονόματά τους ακόμη δείχνουν πως δεν είναι γνήσιοι Αθηναίοι, παρά νόθοι και ξένοι, αφού ο ένας λεγόταν Λακεδαιμόνιος, ο δεύτερος Θεσσαλός και ο τρίτος Ηλείος.
    Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek-language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Νικίας, 6.1
    Ὁρῶν δὲ τῶν ἐν λόγῳ δυνατῶν ἢ τῷ φρονεῖν διαφερόντων ἀποχρώμενον εἰς ἔνια ταῖς ἐμπειρίαις τὸν δῆμον, ὑφορώμενον δ᾽ ἀεὶ καὶ φυλαττόμενον τὴν δεινότητα καὶ κολούοντα τὸ φρόνημα καὶ τὴν δόξαν
    Έβλεπε όμως ότι ο λαός χρησιμοποιούσε σε ορισμένες περιπτώσεις την εμπειρία των ικανών στον λόγο ή αυτών που υπερείχαν στη φρόνηση, αλλά παράλληλα φυλαγόταν συνεχώς από αυτήν την ευγλωττία τους και προσπαθούσε να ταπεινώσει το φρόνημα και τη δόξα τους.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
  3. (με τη σημασία) (μεταφορικά) ελαττώνω, περικόπτω
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Θεμιστοκλῆς, 22.4
    Τὸν μὲν οὖν ἐξοστρακισμὸν ἐποιήσαντο κατ᾽ αὐτοῦ, κολούοντες τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ὑπεροχήν, ὥσπερ εἰώθεσαν ἐπὶ πάντων οὓς ᾤοντο τῇ δυνάμει βαρεῖς καὶ πρὸς ἰσότητα δημοκρατικὴν ἀσυμμέτρους εἶναι.
    Τον εξοστρακισμό λοιπόν του Θεμιστοκλή τον αποφάσισαν οι Αθηναίοι, θέλοντας να περιορίσουν την πολιτική δύναμη και την υπεροχή του, όπως συνήθιζαν να κάνουν για όλους εκείνους που νόμιζαν ότι αποχτούσαν δύναμη μεγάλη και ασυμβίβαστη προς την ισότητα που απαιτεί η δημοκρατία.
    Μετάφραση (1965), Μιχάλης Οικονόμου, @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]