ρούβλι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρούβλι | τα | ρούβλια |
γενική | του | ρουβλιού & ρουβλίου |
των | ρουβλιών & ρουβλίων |
αιτιατική | το | ρούβλι | τα | ρούβλια |
κλητική | ρούβλι | ρούβλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρούβλι < καθαρεύουσα ρούβλιον < ρωσική рубль (rublʹ)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɾu.vli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρού‐βλι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρούβλι ουδέτερο
- το νόμισμα της Ρωσίας και της Λευκορωσίας
- ※ Το ρούβλι ανέκαμψε και πάλι χθες στο χρηματιστήριο της Μόσχας και αναπλήρωσε τις απώλειες που είχε σημειώσει την περασμένη εβδομάδα μετά τη χαλάρωση των capital controls και τη μείωση των επιτοκίων, αλλά και τη διαφαινόμενη τεχνητή χρεοκοπία της Ρωσίας.
- Το ρούβλι ανεβαίνει, παρά τη μείωση επιτοκίων και τη χαλάρωση των capital controls, Η Καθημερινή, 31 Μαΐου 2022
- ※ Το ρούβλι ανέκαμψε και πάλι χθες στο χρηματιστήριο της Μόσχας και αναπλήρωσε τις απώλειες που είχε σημειώσει την περασμένη εβδομάδα μετά τη χαλάρωση των capital controls και τη μείωση των επιτοκίων, αλλά και τη διαφαινόμενη τεχνητή χρεοκοπία της Ρωσίας.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ρούβλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρούβλι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρούβλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καράτι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)