σιγή
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιγή < αρχαία ελληνική σιγή
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | σιγή |
γενική | σιγής |
αιτιατική | σιγή |
κλητική | σιγή |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιγή θηλυκό μόνο στον ενικό
- η έλλειψη ήχου ή θορύβου
- ...ανάγνωσε τα ονόματα των θυμάτων... και ακολούθησε ενός λεπτού σιγή (Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 2009)