συμπεριλαμβανόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπεριλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπεριλαμβανόμενος. Μορφολογικά, συμ- + περιλαμβανόμενος. → δείτε τη λέξη λαμβάνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

συμπεριλαμβανόμενος, -η, -ο

  1. (λόγιο, + γενική) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμπεριλαμβάνω
    Όλοι εκνευρίστηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της Χ που είναι συνήθως πολύ ανεκτική.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπεριλαμβανόμενος η συμπεριλαμβανόμενη
συμπεριλαμβανομένη
το συμπεριλαμβανόμενο
      γενική του συμπεριλαμβανόμενου
συμπεριλαμβανομένου
της συμπεριλαμβανόμενης
συμπεριλαμβανομένης
του συμπεριλαμβανόμενου
συμπεριλαμβανομένου
    αιτιατική τον συμπεριλαμβανόμενο τη συμπεριλαμβανόμενη
συμπεριλαμβανομένη
το συμπεριλαμβανόμενο
     κλητική συμπεριλαμβανόμενε συμπεριλαμβανόμενη
συμπεριλαμβανομένη
συμπεριλαμβανόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπεριλαμβανόμενοι οι συμπεριλαμβανόμενες τα συμπεριλαμβανόμενα
      γενική των συμπεριλαμβανόμενων
συμπεριλαμβανομένων
των συμπεριλαμβανόμενων
συμπεριλαμβανομένων
των συμπεριλαμβανόμενων
συμπεριλαμβανομένων
    αιτιατική τους συμπεριλαμβανόμενους
συμπεριλαμβανομένους
τις συμπεριλαμβανόμενες τα συμπεριλαμβανόμενα
     κλητική συμπεριλαμβανόμενοι συμπεριλαμβανόμενες συμπεριλαμβανόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Μετοχή

[επεξεργασία]

συμπεριλαμβανόμενος, -η, -ον

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμπεριλαμβανόμενος συμπεριλαμβανομένη τὸ συμπεριλαμβανόμενον
      γενική τοῦ συμπεριλαμβανομένου τῆς συμπεριλαμβανομένης τοῦ συμπεριλαμβανομένου
      δοτική τῷ συμπεριλαμβανομέν τῇ συμπεριλαμβανομέν τῷ συμπεριλαμβανομέν
    αιτιατική τὸν συμπεριλαμβανόμενον τὴν συμπεριλαμβανομένην τὸ συμπεριλαμβανόμενον
     κλητική ! συμπεριλαμβανόμενε συμπεριλαμβανομένη συμπεριλαμβανόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμπεριλαμβανόμενοι αἱ συμπεριλαμβανόμεναι τὰ συμπεριλαμβανόμεν
      γενική τῶν συμπεριλαμβανομένων τῶν συμπεριλαμβανομένων τῶν συμπεριλαμβανομένων
      δοτική τοῖς συμπεριλαμβανομένοις ταῖς συμπεριλαμβανομέναις τοῖς συμπεριλαμβανομένοις
    αιτιατική τοὺς συμπεριλαμβανομένους τὰς συμπεριλαμβανομένᾱς τὰ συμπεριλαμβανόμεν
     κλητική ! συμπεριλαμβανόμενοι συμπεριλαμβανόμεναι συμπεριλαμβανόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμπεριλαμβανομένω τὼ συμπεριλαμβανομέν τὼ συμπεριλαμβανομένω
      γεν-δοτ τοῖν συμπεριλαμβανομένοιν τοῖν συμπεριλαμβανομέναιν τοῖν συμπεριλαμβανομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές