αβεβαιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀβεβαιότητα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβεβαιότητα οι αβεβαιότητες
      γενική της αβεβαιότητας των αβεβαιοτήτων
    αιτιατική την αβεβαιότητα τις αβεβαιότητες
     κλητική αβεβαιότητα αβεβαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβεβαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβεβαιότης (αστάθεια) από την αιτιατική ενικού «τὴν ἀβεβαιότητα» κατά τη σημασία του αβέβαιος [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ve.veˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βε‐βαι‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβεβαιότητα θηλυκό

  1. κατάσταση αμφισβήτησης και αμφιβολίας, έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς
    ※  Αβεβαιότητα και φόβος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που πλαισιώνουν την πανδημία του κορωνοϊού και τις επιπτώσεις του στην οικονομία, προκαλώντας παγκόσμιο «ψυχοπλάκωμα».
    Άγγελος Στάγκος, Αβεβαιότητα και φόβος, Η Καθημερινή, 29 Μαρτίου 2020
  2. (νομικός όρος) αίρεση αναβλητική ή διαλυτική σε αβέβαιο γεγονός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αβεβαιότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)