ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: hu:ασθενής, lt:ασθενής |
||
Γραμμή 126: | Γραμμή 126: | ||
[[en:ασθενής]] |
[[en:ασθενής]] |
||
[[hu:ασθενής]] |
|||
[[lt:ασθενής]] |
Αναθεώρηση της 20:00, 9 Απριλίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασθενής | η | ασθενής | το | ασθενές |
γενική | του | ασθενούς* | της | ασθενούς | του | ασθενούς |
αιτιατική | τον | ασθενή | την | ασθενή | το | ασθενές |
κλητική | ασθενή(ς) | ασθενής | ασθενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασθενείς | οι | ασθενείς | τα | ασθενή |
γενική | των | ασθενών | των | ασθενών | των | ασθενών |
αιτιατική | τους | ασθενείς | τις | ασθενείς | τα | ασθενή |
κλητική | ασθενείς | ασθενείς | ασθενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο συγκριτικός: αθενέστερος, υπερθετικός: -
- που είναι άρρωστος
- ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
- για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
Ουσιαστικό
ασθενής αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
επίθετο
ουσιαστικό
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ασθενησ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ασθενήσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ασθενής'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ασθενησ».