ασθενής: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κατάργηση της παραμέτρου nowiki=1
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 125: Γραμμή 125:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:ασθενής]]
[[en:ασθενής]]
[[en:ασθενής]]
[[hu:ασθενής]]
[[hu:ασθενής]]

Αναθεώρηση της 08:36, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενής η ασθενής το ασθενές
      γενική του ασθενούς* της ασθενούς του ασθενούς
    αιτιατική τον ασθενή την ασθενή το ασθενές
     κλητική ασθενή(ς) ασθενής ασθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενείς οι ασθενείς τα ασθενή
      γενική των ασθενών των ασθενών των ασθενών
    αιτιατική τους ασθενείς τις ασθενείς τα ασθενή
     κλητική ασθενείς ασθενείς ασθενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασθενής < αρχαία ελληνική ἀσθενής

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό ή θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό, ασθενές ουδέτερο συγκριτικός: αθενέστερος, υπερθετικός: -

  1. που είναι άρρωστος
    οι γεωργοί θα ξεριζώσουν τα ασθενή φυτά
     αντώνυμα: υγιής
  2. ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
    ο πομπός εξέπεμπε ένα ασθενές σήμα
    το ασθενές φύλο
     αντώνυμα: ισχυρός, σθεναρός
  3. για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
    ασθενής αλληλεπίδραση


Ουσιαστικό

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις