πάγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
||
Γραμμή 49: | Γραμμή 49: | ||
<!-- * {{az}} : {{τ|az|XXX}} --> |
<!-- * {{az}} : {{τ|az|XXX}} --> |
||
* {{sq}} : {{τ|sq|akull}} |
* {{sq}} : {{τ|sq|akull}} |
||
* {{ar}} : {{τ|ar|ثلج}} |
* {{ar}} : {{τ|ar|ثلج|tr=ṯalj}} |
||
* {{hy}} : {{τ|hy|սառույց|tr=saṙúycʿ}} |
|||
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast|XXX}} --> |
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast|XXX}} --> |
||
* {{af}} : {{τ|af|ys|noentry=1}} |
* {{af}} : {{τ|af|ys|noentry=1}} |
||
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|XXX}} --> |
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|XXX}} --> |
||
* {{ca}} : {{τ|ca|gel}} |
* {{ca}} : {{τ|ca|gel}} |
||
* {{zh}} : {{τ|zh|冰}} |
* {{zh}} : {{τ|zh|冰|tr=bīng}} |
||
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} --> |
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} --> |
||
Γραμμή 92: | Γραμμή 92: | ||
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} --> |
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} --> |
||
* {{pap}} : {{τ|pap|eis}} |
* {{pap}} : {{τ|pap|eis}} |
||
* {{fa}} : {{τ|fa|یخ}} |
* {{fa}} : {{τ|fa|یخ|tr=yax}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|lód}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|lód}} |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|gelo}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|gelo}} |
||
Γραμμή 113: | Γραμμή 113: | ||
---- |
---- |
||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
{{grc-κλίσ-'χρόνος'}} |
{{grc-κλίσ-'χρόνος'}} |
Αναθεώρηση της 16:14, 19 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάγος < αρχαία ελληνική πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι
Ουσιαστικό
πάγος αρσενικό
- η στερεά μορφή που παίρνει το νερό, όταν ψυχθεί σε θερμοκρασία κάτω των 0 βαθμών Κελσίου
- η κατάψυξη του ψυγείου έχει μαζέψει πολύ πάγο
- η παγωμένη επιφάνεια ενός υδάτινου όγκου
- καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω στον πάγο
- μια μικρή ή μεγάλη μάζα πάγου
- πίνει το ποτό του με πάγο
- οτιδήποτε γίνεται αισθητό ως πολύ παγωμένο
- η θάλασσα είναι πάγος
- οι οδηγοί να είναι προσεκτικοί, διότι το πρωί θα έχει πάγο στους δρόμους
- (μεταφορικά) ο ψυχρός άνθρωπος
Εκφράσεις
- βάζω στον πάγο: αφήνω κάποιον σε αχρηστία, διακόπτω τη δραστηριότητα
- σπάω τον πάγο: διαλύω την αρχική αμηχανία
Δείτε επίσης
- πάγος στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πάγος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι
Ουσιαστικό
πάγος