μεταφορικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη el-κλίσ-'καλός' στα -ικός
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'}}
{{el-κλίσ-'καλός'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|μεταφορικός}} < [[μεταφέρω]] < [[μετά]] + [[φέρω]]


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
#{{κυριολ}} που έχει [[σχέση]] με [[μεταφορά]] ([[πραγμάτων]] ή [[ανθρώπων]] από ένα [[μέρος]] σε άλλο) ή αναφέρεται σ’ αυτή
# {{λείπει ο ορισμός}}
#{{γραμμ}} που έχει [[σχέση]] με [[μεταφορά]] ή αναφέρεται σ’ αυτή
#{{ουσ}} [[μεταφορικά]]
#{{ουσ}} [[μεταφορική]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*[[μεταφορικά]]
* [[μεταφέρομαι]]
*{{βλ|μεταφέρω|μετά|φέρω}}
* [[μεταφορά]]

* [[μεταφορέας]]
===={{βλέπε}}====
* [[μεταφορικός]]
*[[αλληγορικός]]
* [[μεταφέρω]]
*[[συμβολικός]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή|κυριολεκτικά}}
* {{en}} : {{τ|en|metaphorical}}
* {{en}} : {{τ|en|portative}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
Γραμμή 59: Γραμμή 62:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}

{{μτφ-αρχή|γραμματική}}
* {{en}} : {{τ|en|metaphorical}}, {{τ|en|figurative}}, {{τ|en|metaphoric}}, {{τ|en|metaphorical}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 06:42, 9 Νοεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφορικός η μεταφορική το μεταφορικό
      γενική του μεταφορικού της μεταφορικής του μεταφορικού
    αιτιατική τον μεταφορικό τη μεταφορική το μεταφορικό
     κλητική μεταφορικέ μεταφορική μεταφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφορικοί οι μεταφορικές τα μεταφορικά
      γενική των μεταφορικών των μεταφορικών των μεταφορικών
    αιτιατική τους μεταφορικούς τις μεταφορικές τα μεταφορικά
     κλητική μεταφορικοί μεταφορικές μεταφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταφορικός < αρχαία ελληνική μεταφορικός < μεταφέρω < μετά + φέρω

Επίθετο

μεταφορικός

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με μεταφορά (πραγμάτων ή ανθρώπων από ένα μέρος σε άλλο) ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. Πρότυπο:γραμμ που έχει σχέση με μεταφορά ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. (ουσιαστικοποιημένο) μεταφορικά
  4. (ουσιαστικοποιημένο) μεταφορική

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις