ενέχυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ενέχυρο | τα | ενέχυρα |
γενική | του | ενέχυρου & ενεχύρου |
των | ενέχυρων & ενεχύρων |
αιτιατική | το | ενέχυρο | τα | ενέχυρα |
κλητική | ενέχυρο | ενέχυρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενέχυρο ουδέτερο
- η υποθήκη, η εγγύηση, το αμανάτι
- (νομικός όρος) πρόκειται για την ασφάλεια του δανειστή σε περίπτωση μη καταβολής χρέους από τη μεριά του δανειζόμενου και αφορά μόνο κίνητα πράγματα και δικαιώματα
- έβαλε ενέχυρο ό,τι είχε και δεν είχε για να πάρει το δάνειο, αλλά το σπίτι του ούτε κατά διάνοια
συγγενείς
[επεξεργασία]- ενεχυροδανειστήριο
- ενεχυριάζω
- ενεχυρικός
- ενεχυροδανειστής
- ενεχυροδανειστικός
- → δείτε τη λέξη έχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενέχυρο
|