κοφτερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοφτερός η κοφτερή το κοφτερό
      γενική του κοφτερού της κοφτερής του κοφτερού
    αιτιατική τον κοφτερό την κοφτερή το κοφτερό
     κλητική κοφτερέ κοφτερή κοφτερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοφτεροί οι κοφτερές τα κοφτερά
      γενική των κοφτερών των κοφτερών των κοφτερών
    αιτιατική τους κοφτερούς τις κοφτερές τα κοφτερά
     κλητική κοφτεροί κοφτερές κοφτερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοφτερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοφτερός[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κόφτ(ω) + -ερός.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.fteˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐φτε‐ρός

Επίθετο

[επεξεργασία]

κοφτερός, -ή, -ό

  1. που κόβει πολύ καλά
    ⮡  κοφτερό μαχαίρι
  2. (μεταφορικά) εύστροφος
    ⮡  κοφτερό μυαλό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη κόβω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοφτερός < κοπτερός με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft][1] ή κόφτ(ω) (και μορφή κόπτω) + -ερός [2]

Επίθετο

[επεξεργασία]

κοφτερός

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κοφτερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.