πειθαρχημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pi.θaɾ.çiˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
πειθαρχημένος -η -ο
- αυτός που δείχνει αυτοπειθαρχία, που λειτουργεί με σύστημα, πρόγραμμα, οργανωμένα, με αυτοσυγκράτηση, κανόνες και όρια όχι αυθόρμητα και παρορμητικά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειθαρχημένος