σαμάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμάρι | τα | σαμάρια |
γενική | του | σαμαριού | των | σαμαριών |
αιτιατική | το | σαμάρι | τα | σαμάρια |
κλητική | σαμάρι | σαμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαμάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαμάρι(ν) < σαγμάριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική λέξη σάγμα < σάττω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαμάρι ουδέτερο
- ξύλινο συνήθως εξάρτημα που προσαρμόζεται στη ράχη γαϊδουριού ή μουλαριού ώστε να φορτωθεί πάνω σ' αυτό ένα φορτίο
- (μεταφορικά) καμπύλη προεξοχή του οδοστρώματος που δυσχεραίνει την κίνηση των οχημάτων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)