σαξόφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
γενική | του | σαξόφωνου & σαξοφώνου |
των | σαξόφωνων & σαξοφώνων |
αιτιατική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
κλητική | σαξόφωνο | σαξόφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαξόφωνο < (λόγιο δάνειο) γαλλική saxophone < Αντόλφ Σαξ (Adolphe Sax) (Βέλγος κατασκευαστής οργάνων) < γερμανική Sachs < Sachse < δυτική πρωτογερμανική *sahsō (Σάξονας) < *sahs (στιλέτο, μαχαίρι) < πρωτογερμανική *sahsą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sek- (κόβω) + αρχαία ελληνική φωνή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /saˈkso.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ξό‐φω‐νο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαξόφωνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) πνευστό μεταλλικό μουσικό όργανο, που αποτελείται από ένα σωλήνα με 24 οπές, οι οποίες ελέγχονται με κλειδιά με κάλυμμα, και επιστόμιο, το οποίο μοιάζει με αυτό του κλαρινέτου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σαξοφωνίστας
- σαξοφωνίστρια
- → δείτε τις λέξεις σαξόκερας, Σάξονας και φωνή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σαξόφωνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη δυτική πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)