στέψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέψη | οι | στέψεις |
γενική | της | στέψης* | των | στέψεων |
αιτιατική | τη | στέψη | τις | στέψεις |
κλητική | στέψη | στέψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στέψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στέψη < ελληνιστική κοινή στέψις < αρχαία ελληνική στέφω (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική couronnement)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στέψη θηλυκό
- το στεφάνωμα
- (ειδικότερα) η επίσημη τελετή ανάληψης της εξουσίας από ηγεμόνα, κατά την οποία υψηλόβαθμος κληρικός (πατριάρχης, πάπας κ.ά.) βάζουν το στέμμα στην κεφαλή του ηγεμόνα
- Δεν έχει εξακριβωθεί αν η στέψη ήταν προσυμφωνημένη με τον Καρλομάγνο ή αν αποτελούσε πρωτοβουλία του πάπα με σκοπό να δεθεί ακόμη περισσότερο με την αγία έδρα ο βασιλιάς των Φράγκων και να συνεχίσει να της παρέχει την προστασία του. (*)
- (κατ’ επέκταση) η ανάδειξη νικητή σε διαγωνισμούς (π.χ. καλλιστεία) με ανάλογη διαδικασία και τελετουργικό
- (κατ’ επέκταση) η διαδικασία και η τελετή του στεφανώματος κατά τον γάμο
- (αρχιτεκτονική) το τμήμα ενός κτίσματος ή μιας κατασκευής που βρίσκεται στην κορυφή του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάληψη εξουσίας από ηγεμόνα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)