φθείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φθείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθείρω < πρωτοελληνική *kʷʰtʰéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰgʷʰér-ye-ti < *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfθi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φθεί‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]φθείρω, πρτ.: έφθειρα, στ.μέλλ.: θα φθείρω, αόρ.: έφθειρα, παθ.φωνή: φθείρομαι, π.αόρ.: φθάρθηκα/φθάρηκα, μτχ.π.π.: φθαρμένος
- καταστρέφω σταδιακά, βλάπτω
- ⮡ το κάπνισμα και το αλκοόλ φθείρουν την υγεία
- (ειδικότερα) προκαλώ βλάβη σε κάτι, κάνοντας κακή χρήση του
- ⮡ Θα φθείρεις τα πλακάκια, αν χρησιμοποιείς αυτό το απορρυπαντικό.
- (ειδικότερα) προκαλώ διάβρωση
- ⮡ η υγρασία έφθειρε τους σωλήνες
- (μεταφορικά) καταστρέφω σε ηθικό επίπεδο
- ⮡ τον έφθειρε το χρήμα
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
φθειρ- φθαρ- φθορ-
φθειρ- φθαρ- φθορ-
θέμα φθαρ- |
θέμα φθειρ- |
θέμα φθορ- |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φθείρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φθείρω < *φθερ-jω με αντέκταση < πρωτοελληνική *kʷʰtʰéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰgʷʰér-ye-ti < *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)
Ρήμα
[επεξεργασία]φθείρω (μεσοπαθητικό φθείρομαι)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αιολικός τύπος : φθέρρω
- αρκαδικά: φθήρω
- ιωνικός τύπος ¨φθερέω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
φθειρ- φθαρ- φθορ-
φθειρ- φθαρ- φθορ-
θέμα φθειρ-
|
θέμα φθαρ- όπως
|
θέμα φθορ-, όπως
|
Κλίση
[επεξεργασία] φθείρω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
[επεξεργασία]- φθείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)