φθείρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φθείρ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθείρω < πρωτοελληνική *kʷʰtʰéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰgʷʰér-ye-ti < *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfθi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φθεί‐ρω

φθείρω, πρτ.: έφθειρα, στ.μέλλ.: θα φθείρω, αόρ.: έφθειρα, παθ.φωνή: φθείρομαι, π.αόρ.: φθάρθηκα/φθάρηκα, μτχ.π.π.: φθαρμένος

  1. καταστρέφω σταδιακά, βλάπτω
    ⮡  το κάπνισμα και το αλκοόλ φθείρουν την υγεία
  2. (ειδικότερα) προκαλώ βλάβη σε κάτι, κάνοντας κακή χρήση του
    ⮡  Θα φθείρεις τα πλακάκια, αν χρησιμοποιείς αυτό το απορρυπαντικό.
  3. (ειδικότερα) προκαλώ διάβρωση
    ⮡  η υγρασία έφθειρε τους σωλήνες
  4. (μεταφορικά) καταστρέφω σε ηθικό επίπεδο
    ⮡  τον έφθειρε το χρήμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φθειρ- φθαρ- φθορ- 

θέμα φθαρ-

θέμα φθειρ-

θέμα φθορ-

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθείρω < *φθερ-jω με αντέκταση < πρωτοελληνική *kʷʰtʰéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰgʷʰér-ye-ti < *dʰgʷʰer- (ρέω, χύνω, εξαφανίζω)

φθείρω (μεσοπαθητικό φθείρομαι)

  1. καταστρέφω
  2. φονεύω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φθειρ- φθαρ- φθορ- 

θέμα φθειρ-

θέμα φθαρ- όπως

θέμα φθορ-, όπως