φροντιστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φροντιστήριο | τα | φροντιστήρια |
γενική | του | φροντιστήριου & φροντιστηρίου |
των | φροντιστήριων & φροντιστηρίων |
αιτιατική | το | φροντιστήριο | τα | φροντιστήρια |
κλητική | φροντιστήριο | φροντιστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φροντιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φροντιστήρι(ον) + -ο (< φροντίζω, φροντισ- -τήριο), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tutorial
- για το γραφείο φροντιστή < αρχαία ελληνική φροντισ(τής) + -τήριον > -τήριο [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɾon.diˈsti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρο‐ντι‐στή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φροντιστήριο ουδέτερο
- (εκπαίδευση)
- ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα σε ομάδες μαθητών ή σπουδαστών
- ↪ φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης, φροντιστήριο ξένων γλωσσών
- ↪ Δεν μπορώ να έρθω πριν από τις 7 γιατί 5 με 6.30 έχω φροντιστήριο.
- πανεπιστημιακό ειδικό συμπληρωματικό μάθημα με ασκήσεις, εφαρμογές
- επιπλέον διδακτικές ώρες μαθημάτων/συμπληρωματική διδασκαλία (συνήθως επί πληρωμή) για την ενίσχυση ή προετοιμασία μαθητών/σπουδαστών σε διάφορους τομείς
- → δείτε τη λέξη ιδιαίτερο για μάθημα κατά άτομο σε σπίτι
- (παρωχημένο) ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα του παροικιακού κυρίως ελληνισμού
- ↪ το Ελληνικόν Φροντιστήριον της Τραπεζούντας και της Ελληνικόν 'Φροντιστήριον της Χερσώνας
- ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα σε ομάδες μαθητών ή σπουδαστών
- (μεταφορικά) προφορικές συμβουλές, συνήθως ενοχλητικές
- χώρος φύλαξης ή αποθήκευσης, το γραφείο του φροντιστή (κύριως στο θέατρο, επίσης στο στρατό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φροντιστηριακά (επίρρημα)
- φροντιστηριακός
- → δείτε τις λέξεις φροντίζω και φροντίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φροντιστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- φροντιστήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φροντιστήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φροντιστήριο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- φροντιστήριον σελ.7706-7 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριο (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)