ἐφήμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἐφήμερος, -ος, -ον
- αυτός που ζει, διαρκεί μόνο μια μέρα, βραχύβιος, πρόσκαιρος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 866 (863-866)
- τῆι δὲ νῦν τύχηι | βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν, | τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν | θανόντ᾽ ἴδηι τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι.
- Η τωρινή του τύχη | ολοφάνερα κηρύχνει και μαθαίνει τους θνητούς όλους | πως δεν πρέπει να ζηλεύουν εκειόν που ευτυχισμένος φαίνεται πριν | δούμε τον θάνατό του· τι λιγοήμερ᾽ είναι η τύχη!
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- τῆι δὲ νῦν τύχηι | βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν, | τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν | θανόντ᾽ ἴδηι τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 866 (863-866)
- (για ανθρώπους) εφήμερος
- (για την ημέρα) ημερήσιος, καθημερινός
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (τὸ ἐφήμερον) φυτό δηλητηριώδες, δηλητήριο, έντομο
- (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) (ἐφήμερα) μια φορά την ημέρα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αιολικός και δωρικός τύπος : ἐπάμερος
- → δείτε παράθεμα στο ἐπάμερος
- δωρικός τύπος : ἐφάμερος
- → δείτε παράθεμα στο ἐφάμερος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- φάρμακον ἐφήμερον: δηλητήριο που επιφέρει αυθημερόν τον θάνατο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 31.6
- ὡς μὲν ὁ πολὺς λόγος αἷμα ταύρειον πιών, ὡς δ᾽ ἔνιοι φάρμακον ἐφήμερον προσενεγκάμενος, ἐν Μαγνησίᾳ κατέστρεψε,
- έπειτα, καθώς λένε οι περισσότεροι, ήπιε αίμα ταύρου ή, καθώς λένε μερικοί, πήρε δραστικό δηλητήριο. Άφησε την τελευταία πνοή του στη Μαγνησία της Ασίας,
- Μετάφραση (1965): Μιχ. Χ Οικονόμου. Αθήνα: ΟΕΔΒ & σε αγκύλες, χωρία που παραλήφθηκαν@greek‑language.gr
- ΣτΕ: Ο Πλούταρχος αναφέρεται στο θάνατο του Θεμιστοκλή.
- ὡς μὲν ὁ πολὺς λόγος αἷμα ταύρειον πιών, ὡς δ᾽ ἔνιοι φάρμακον ἐφήμερον προσενεγκάμενος, ἐν Μαγνησίᾳ κατέστρεψε,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 31.6
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις ἐπί και ἡμέρα
Πηγές
[επεξεργασία]- ἐφήμερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐφήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἐφ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ήμερος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)