ἐφήμερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐφίμερος, εφήμερος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐφήμερος τὸ ἐφήμερον
      γενική τοῦ/τῆς ἐφημέρου τοῦ ἐφημέρου
      δοτική τῷ/τῇ ἐφημέρ τῷ ἐφημέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐφήμερον τὸ ἐφήμερον
     κλητική ! ἐφήμερε ἐφήμερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐφήμεροι τὰ ἐφήμερ
      γενική τῶν ἐφημέρων τῶν ἐφημέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐφημέροις τοῖς ἐφημέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐφημέρους τὰ ἐφήμερ
     κλητική ! ἐφήμεροι ἐφήμερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐφημέρω τὼ ἐφημέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἐφημέροιν τοῖν ἐφημέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐφήμερος < ἐφ- + -ήμερος (ἡμέρα)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐφήμερος, -ος, -ον

  1. αυτός που ζει, διαρκεί μόνο μια μέρα, βραχύβιος, πρόσκαιρος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 866 (863-866)
    τῆι δὲ νῦν τύχηι | βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν, | τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν | θανόντ᾽ ἴδηι τις· ὡς ἐφήμεροι τύχαι.
    Η τωρινή του τύχη | ολοφάνερα κηρύχνει και μαθαίνει τους θνητούς όλους | πως δεν πρέπει να ζηλεύουν εκειόν που ευτυχισμένος φαίνεται πριν | δούμε τον θάνατό του· τι λιγοήμερ᾽ είναι η τύχη!
    Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
  2. (για ανθρώπους) εφήμερος
  3. (για την ημέρα) ημερήσιος, καθημερινός
  4. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (τὸ ἐφήμερον) φυτό δηλητηριώδες, δηλητήριο, έντομο
  5. (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) (ἐφήμερα) μια φορά την ημέρα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • φάρμακον ἐφήμερον: δηλητήριο που επιφέρει αυθημερόν τον θάνατο
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 31.6
    ὡς μὲν ὁ πολὺς λόγος αἷμα ταύρειον πιών, ὡς δ᾽ ἔνιοι φάρμακον ἐφήμερον προσενεγκάμενος, ἐν Μαγνησίᾳ κατέστρεψε,
    έπειτα, καθώς λένε οι περισσότεροι, ήπιε αίμα ταύρου ή, καθώς λένε μερικοί, πήρε δραστικό δηλητήριο. Άφησε την τελευταία πνοή του στη Μαγνησία της Ασίας,
    Μετάφραση (1965): Μιχ. Χ Οικονόμου. Αθήνα: ΟΕΔΒ & σε αγκύλες, χωρία που παραλήφθηκαν@greek‑language.gr
    ΣτΕ: Ο Πλούταρχος αναφέρεται στο θάνατο του Θεμιστοκλή.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ἐπί και ἡμέρα