έχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κατάργηση της παραμέτρου nowiki=1
Γραμμή 42: Γραμμή 42:
* {{an}} : {{τ|an|tener}}
* {{an}} : {{τ|an|tener}}
* {{af}} : {{τ|af|aanhê|noentry=1}}, {{τ|af|dra|noentry=1}}, {{τ|af|hê}}
* {{af}} : {{τ|af|aanhê|noentry=1}}, {{τ|af|dra|noentry=1}}, {{τ|af|hê}}
* {{vec}} : {{τ|vec|aver|nowiki=1}}, {{τ|vec|averghe|nowiki=1}}
* {{vec}} : {{τ|vec|aver}}, {{τ|vec|averghe}}
* {{fr}} : {{τ|fr|avoir}}
* {{fr}} : {{τ|fr|avoir}}
* {{de}} : {{τ|de|haben}}
* {{de}} : {{τ|de|haben}}
Γραμμή 57: Γραμμή 57:
* {{rw}} : {{τ|rw|fite|noentry=1}}
* {{rw}} : {{τ|rw|fite|noentry=1}}
{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
* {{arn}} : {{τ|arn|nien|nowiki=1}}
* {{arn}} : {{τ|arn|nien}}
* {{hr}} : {{τ|hr|imati}}
* {{hr}} : {{τ|hr|imati}}
* {{la}} : {{τ|la|habere|noentry=1}}
* {{la}} : {{τ|la|habere|noentry=1}}
Γραμμή 63: Γραμμή 63:
* {{ms}} : {{τ|ms|ada}}
* {{ms}} : {{τ|ms|ada}}
* {{nl}} : {{τ|nl|hebben}}
* {{nl}} : {{τ|nl|hebben}}
* {{os}} : {{τ|os|дарын|nowiki=1}}
* {{os}} : {{τ|os|дарын}}
* {{uk}} : {{τ|uk|мати}}
* {{uk}} : {{τ|uk|мати}}
* {{pap}} : {{τ|pap|tin|nowiki=1}}
* {{pap}} : {{τ|pap|tin}}
* {{fa}} : {{τ|fa|داشتن}}
* {{fa}} : {{τ|fa|داشتن}}
* {{pl}} : {{τ|pl|mieć}}
* {{pl}} : {{τ|pl|mieć}}
Γραμμή 74: Γραμμή 74:
* {{sv}} : {{τ|sv|ha}}
* {{sv}} : {{τ|sv|ha}}
* {{fo}} : {{τ|fo|hava|noentry=1}}
* {{fo}} : {{τ|fo|hava|noentry=1}}
* {{fur}} : {{τ|fur|vê|nowiki=1}}
* {{fur}} : {{τ|fur|vê}}
* {{hi}} : {{τ|hi|इसी|noentry=1}}
* {{hi}} : {{τ|hi|इसी|noentry=1}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

Αναθεώρηση της 20:57, 2 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έχω < αρχαία ελληνική ἔχω

Ρήμα

έχω

  1. κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
    μήπως έχεις ένα στυλό;
  2. κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
    έχω αυτοκίνητο / σπίτι
  3. διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
    δεν έχει οικογένεια
  4. αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
    τι έχεις και δε μας μιλάς;
    τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
  5. υποφέρω από κάτι
    έχω πονοκέφαλο
    έχει άσθμα
  6. οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
    έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
  7. Πρότυπο:γραμμ βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
    έχω διαβάσει (παρακείμενος)
    είχες πει (υπερσυντέλικος)
    θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)

Εκφράσεις

  • δεν έχει: για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
  • δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
  • έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα : προσέχω πάρα πολύ
  • τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
  • τα έχω χαμένα : έχω σαστίσει
  • τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε : τον κάνει ό,τι θέλει
  • όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση
  • το έχω! (στην αργκό, θα τα καταφέρω, μπορώ)

Μεταφράσεις