πάγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
||
Γραμμή 92: | Γραμμή 92: | ||
* {{nl}} : {{τ|nl|ijs}} |
* {{nl}} : {{τ|nl|ijs}} |
||
* {{hu}} : {{τ|hu|jég}}, {{τ|hu|fagylalt}} |
* {{hu}} : {{τ|hu|jég}}, {{τ|hu|fagylalt}} |
||
* {{uk}} : {{τ|uk|лід|tr=lid|noentry=1}} |
* {{uk}} : {{τ|uk|лід|tr=lid|noentry=1}}, {{τ|uk|крига|tr=krýha}} |
||
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} --> |
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} --> |
||
* {{pap}} : {{τ|pap|eis}} |
* {{pap}} : {{τ|pap|eis}} |
Αναθεώρηση της 16:35, 19 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάγος < αρχαία ελληνική πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι
Ουσιαστικό
πάγος αρσενικό
- η στερεά μορφή που παίρνει το νερό, όταν ψυχθεί σε θερμοκρασία κάτω των 0 βαθμών Κελσίου
- η κατάψυξη του ψυγείου έχει μαζέψει πολύ πάγο
- η παγωμένη επιφάνεια ενός υδάτινου όγκου
- καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω στον πάγο
- μια μικρή ή μεγάλη μάζα πάγου
- πίνει το ποτό του με πάγο
- οτιδήποτε γίνεται αισθητό ως πολύ παγωμένο
- η θάλασσα είναι πάγος
- οι οδηγοί να είναι προσεκτικοί, διότι το πρωί θα έχει πάγο στους δρόμους
- (μεταφορικά) ο ψυχρός άνθρωπος
Εκφράσεις
- βάζω στον πάγο: αφήνω κάποιον σε αχρηστία, διακόπτω τη δραστηριότητα
- σπάω τον πάγο: διαλύω την αρχική αμηχανία
Δείτε επίσης
- πάγος στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πάγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι
Ουσιαστικό
πάγος